Σε πρόσφατη απόφαση του ημερομηνιας 05.04.2022 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρωπου (ΕΔΔΑ) διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 9 της και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, και συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι υπήρξε διάκριση λόγω θρησκείας, επειδή δεν επιτράπηκε σε εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά η απαλλαγή από την καταβολή φόρου ακίνητης περιουσίας.
Πρόκειται για προσφυγή κατά του Βελγίου (αρ. προσφ. 20165/20), όπου οι προσφεύγοντες ήταν εννέα ενώσεις – εκκλησίες που είχαν συσταθεί στα πλαίσια του Βελγικού δικαίου και ήταν ιδιοκτήτες ακινήτων στις Βρυξέλλες τα οποία χρησιμοποιούνταν για σκοπούς δημόσιας λατρείας.
Σύμφωνα με νομοθεσία που θεσπίστηκε στις Βρυξέλλες, απο οικονομικό έτος 2018 η εξαίρεση απο την καταβολή φορολογίας για ακίνητα ισχύει μόνο για τις «αναγνωρισμένες θρησκείες», στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνονταν οι προσφεύγουσες.
Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι είχαν πέσει θύματα διάκρισης λόγω του γεγονότος ότι η νέα νομοθεσία στην περιοχή των Βρυξελλών αναφορικά με την απαλλαγή από τον φόρο ακίνητης περιουσίας εξαρτάται από το αν ανήκουν σε μια «αναγνωρισμένη θρησκεία».
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι εφόσον η εν λόγω φορολογική απαλλαγή εξαρτάται από την προηγούμενη αναγνώριση και διέπεται από κανόνες που δεν παρέχουν επαρκείς διασφαλίσεις κατά των διακρίσεων, η διαφορά στη μεταχείριση την οποία είχαν υποστεί οι προσφεύγουσες δεν είχε καμία λογική και αντικειμενική αιτιολόγηση.
Σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι η αναγνώριση ήταν δυνατή μόνο με πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης και στη συνέχεια εξαρτήθηκε από την καθαρά διακριτική ευχέρεια του νομοθετικού σώματος.
Ένα σύστημα τέτοιου είδους συνεπαγόταν έναν εγγενή κίνδυνο αυθαιρεσίας και οι θρησκευτικού χαρακτήρα κοινότητες δεν μπορούσαν εύλογα να αναμένεται, προκειμένου να διεκδικήσουν το δικαίωμα στη φορολογική απαλλαγή εν προκειμένω, να υποβληθούν σε μια διαδικασία που δεν βασιζόταν σε ελάχιστες εγγυήσεις δικαιοσύνης και δεν υπήρχε εγγύηση αντικειμενικής αξιολόγησης των ισχυρισμών τους.
Δεδομένου δε ότι η εν λόγω φορολογική απαλλαγή εξαρτάται από την προηγούμενη αναγνώριση, που διέπεται από κανόνες που δεν παρείχαν επαρκείς εγγυήσεις κατά των διακρίσεων, η διαφορετική μεταχείριση που έτυχαν οι προσφεύγουσες ενώσεις δεν είχε αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση.
Ωστόσο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης συνιστούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν οι προσφεύγουσες ενώσεις και επιδίκασε μόνον τα έξοδα.
Γρηγόρης Αϊβαζίδης
Δικηγόρος – L.A Law Firm